Translate

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΜΑΝΕΫ

Δημοσιεύτηκε στον  λογοτεχνικό ιστότοπο http://tovivlio.net/%ce%bc%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%8b/


                                                 ΜΑΝΕΫ
     ''Σακατεμένη ώρα, από παντού μπάζεις'' φώναξε ο δύστροπος  γέρος γυρνώντας από το καπηλειό.
"Και να 'χα και κανένα κέρμα στην τσέπη, μου τα 'φαγε όλα η ακρίβεια. Δέκα ποτήρια όλα κι όλα κατάφερα να βάλω στο στόμα μου... σε τίποτα δε φτουρίσανε τα ρημάδια τα φράγκα" έλεγε και ξανάλεγε, τραβώντας προς τα έξω τη φόδρα από τις άδειες του τσέπες. Ο γερο-Μαθιός τής μιλούσε και τον άκουγαν μόνο οι ξέφτιοι τοίχοι της καλύβας του, από τότε που την έχασε.
     Σκληρό καρύδι η Χαρίκλεια, άντεχε, αλλά η ζωή τής φέρθηκε μπαμπέσικα. Τριάντα χρόνια στη θάλασσα ο άντρας της κι εκείνη αρμένιζε μόνη στη στεριά. Ήταν υπόδειγμα στο νησί. Από καλή οικογένεια και με προίκα. Τον ερωτεύτηκε τον κύρη της. Άρχοντα τον είχε όταν τον παντρεύτηκε. Ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ όταν τής έβαλε το στεφάνι. Μέρες κράτησε το γλέντι στο νησί. Ακόμα λαλούνε για το γάμο της. 
   Μοναχοκόρη την είχε ο καπετάνιος. Όλα τα καλούδια τής κουβαλούσε όταν γύριζε από τα βαπόρια.Τι υφάσματα φανταχτερά,τι αρώματα,τι πλουμιστά  σεντόνια, τι κολονάτα ποτήρια, τι μπακίρια για την προίκα της.Την καλύτερη πραμάτεια ζήταγε για τη ζαχαρένια του σαν κατέβαινε στα λιμάνια.Σαν ήρθε ο έρωτας στη ζωή της, χάρηκε ο καπετάνιος. Η θυγατέρα  του γίνηκε γυναίκα. Δεν τον εγνώριζε το Μαθιό, μόλις είχε γυρίσει  από τα ξένα. Έβλεπε τη μοναχοκόρη του να αστράφτει από έρωτα και του 'φτανε.
''Θα τον επάρω πατέρα'' του έλεγε κι έσιαζε χαρούμενη τα όνειρά της μαζί του.
 ''Ντύνεται όμορφα, γνωρίζει και τα ΄ξένα΄ να μιλάει, θα τον επάρω''.
     Μεσήλικας, γοητευτικός, με αέρα κοσμοπολίτικο και πολλές υποσχέσεις ο Μαθιός. Τον επίστευε. 
"Θα βρω δουλειά να μου ταιριάζει με πολλά μάνεϋ και θα σ΄έχω πριγκίπισσα" τής έλεγε. Και τον λογάριαζε το λόγο του κύρη της η Χαρίκλεια. 
''Ο έρωτας δε θέλει αρνήσεις,  ο έρωτας είναι τυφλός '' της έλεγε και δεν του αρνιόταν τίποτα. Ούτε τα φράγκα που πήρε για προίκα από το σπίτι της, ούτε την αγάπη της. 
     Μέρες στο καπηλειό  ο κύρης της μέχρι να σωθούνε τα μάνεϋ. Νύχτες στο ξέφτιο  πρεβάζι εκείνη, αγνάντευε μόνη τη θάλασσα. Πάλευε να βρει ανάμεσα στα κύματα τα ναυαγισμένα της όνειρα. Κι όταν σωθήκανε τα μάνεϋ, πέθανε κι ο πατέρας της  ο καπετάνιος. Μόνη. Δυο χρόνια γάμου. Τον ελογάριαζε τον κύρη της η Χαρίκλεια. Έβαζε το καλό της το φουστάνι, το κατακκόκινο,  που της εχάρισε ο άντρας της στα αρραβωνιάσματα  -το μοναδικό πεσκέσι από κείνον- και τράβαγε μαζί του για το σπίτι του συμβολαιογράφου. Κάθε δρόμος κι ένα ξεπούλημα, κάθε δρόμος κι ένα χτήμα ακαλλιέργητο. Δεν του ταίριαζαν τα χτήματα, άλλα περίμενε από τη ζωή ο Μαθιός, η Χαρίκλεια από εκείνον πια τίποτα. Τον έκαμε κάμποσες φορές μαζί του τούτον το δρόμο μέχρι που ξεπούλησε και τα όνειρά της.
       Μπάρκαρε στα καράβια από ανάγκη ο κύρης της. 
''Θα το κόψω το καπηλειό, θα σου στέλνω μάνεϋ, θα σε κάνω πριγκίπισσα'' της εφώναξε σαν την αποχαιρέτησε στο λιμάνι. Τριάντα χρόνια στη θάλασσα ο Μαθιός. Τριάντα χρόνια, κάθε λιμάνι κι όλα τα καπηλειά. Ούτε μάνεϋ, ούτε είδηση, ούτε ένα γράμμα. Τριάντα χρόνια σέρνεται  στο λιμάνι η Χαρίκλεια, κάθε μέρα. Tριάντα χρόνια να αποχαιρετήσει τον κύρη της. Τριάντα χρόνια αγναντεύει  ναυάγια.
       Έτσι έκαμε και σήμερα, επέτειο του γάμου της. Το βλέμμα αγναντεύει στον τοίχο. Στέκει  εκεί, χρόνια στο ίδιο σημείο, κιτρινισμένη από το χρόνο και την υγρασία  η  φωτογραφία του γάμου της. Την κατεβάζει. Η ώρα της αποκαθήλωσης. Ανοίγει το διαβρωμένο απ΄ τον σκώρο  μπαούλο. Φοράει  το κατακόκκινο φουστάνι. Ακουμπά  στα μαλλιά της το σμαραγδί στεφάνι του γάμου της. Κλείνει την πόρτα της καλύβας της και οδεύει προς το μώλο να τον αποχαιρετήσει...το καράβι  μόλις πλησιάζει στο  λιμάνι... 
''γυναίκαα γυναίκαα στη θάλασσα'' οι φωνές  από το κατάστρωμα μπλέκονται με τη σειρήνα του πλοίου... το στεφάνι του γάμου μπλέκεται στην άγκυρα...το κατακόκκινο φουστάνι από τα αρραβωνιάσματα χορεύει δαιμονισμένα  γύρω απ' την  προπέλα... 
''Θα βρω δουλειά με πολλά μάνεϋ...θα σε κάνω πριγκίπισσα'' της ψελλίζει από την πρύμνη  τρικλίζοντας  ο γερο Μαθιός.
                                                      
                                              © Καλλιόπη Δημητροπούλου                                                                        15/5/20014