Translate

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

ΕΙΡΗΝΗ ΕΣΥ ΔΟΞΑΣΤΙΚΗ



Λευκό περιστεράκι
βαλσάμωσε η μάνα μου
τη μέρα της γιορτής  μου
λευκό περιστεράκι, ολόλευκο.

Δεκαοχτώ του φυλαχτά αράδιαζε στο δώμα
δεκαοχτώ, δεκαοχτώ τα χρόνια που φορούσε.

Τα σκοτεινά μας βράδια
φουρφούριζε τα πούπουλα
φτερούγιζε σαν χελιδόνα
κατέβαινε απ' το έπιπλο
και έτρωγε ψωμί μαζί μας.

Δεκαοχτώ του φυλαχτά αράδιαζε στο χώμα
δεκαοχτώ, δεκαοχτώ τα χρόνια που κεντούσε.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

ΕΓΩ Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ



Δημοσιεύτηκε http://www.bonsaistories.gr/%ce%b5%ce%b3%cf%8e-%ce%bf-%ce%b3%ce%b5%ce%af%cf%84%ce%bf%ce%bd%ce%b1%cf%82/?fbclid=IwAR1rKWHvvBAUSVjsqxSRUGyvAYZUzbteJaG5g287lFJHKk6MlprcN3Kmbok
Οι γείτονες φορούν γραβάτα και κοστούμι
με το μαύρο της φθοράς στις φόδρες τους
στις στεγνές πόλεις περπατούν
αντί Μπρετόν, μπετόν στο πλάνο τους.
Οι γείτονες κρατούν τη μάσκα τους στο χέρι
και τσάντα σαμσονάιτ
κι όλο τρέχουν να διαπρέψουν.
Δεν έχουν καιρό για τα αδέσποτα
για τα ανήλιαγα σκυλιά τους
για τα παιδιά τους στα διαμπερή κλουβιά.
Οι γείτονες φορούν ρολόι ακριβείας
ντύνονται τη μοναξιά τους τις γιορτές
τη βάζουν στο αμάξι
και βουβοί πατάνε γκάζι
αλλά τι κρίμα
αλλού το Πάσχα αλλού η γιορτή.
Οι γείτονες φορούν ιλουστρασιόν σακάκι
που καθρεφτίζομαι εξαπίνης
και ω του θαύματος
στο φανταζί τους ρούχο κρεμασμένος
κατάλαβα πως ήμουν κι εγώ ο γείτονάς τους.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

ΟΜΙΛΙΑ "Οι τρεις Ηλείοι ποιητές και το βιβλίο ΗΛΕίασις".


Η Πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Πύργου -- Ολυμπίας κα Τζένη Μπίθα μιλά με θέμα: "Οι τρεις Ηλείοι ποιητές και το βιβλίο ΗΛΕίασις".

Κυρίες και κύριοι,

Μαζευτήκαμε αυτό το ανοιξιάτικο απόγευμα για να μιλήσουμε για ποίηση και  λογοτεχνία, να μοιραστούμε στίχους και να περιδιαβούμε στην ποιητική συλλογή «Ηλείασις»,  έργο όχι ενός αλλά τριών Ηλείων δημιουργών της Καλλιόπης Δημητροπούλου,  της Φωτεινής Αζαμοπούλου και του Τάκη Κούρβα.
Σε αυτή την «Σύζευξη ποιητικής εσοδείας»,  σ’ αυτό το περίτεχνο μωσαϊκό των  86 σελίδων συνενώθηκαν τρεις άνθρωποι με συγγενείς ποιητικές ιδιοσυγκρασίες, με κοινές καταβολές και ρίζες . Το εντυπωσιακό σε αυτή την ποιητική συν-ποίηση είναι η αίσθηση του αναγνώστη ότι είναι γραμμένο από έναν και μόνο δημιουργό.
Η ψυχή και των τριών  ανασαίνει  στα ίδια χώματα, στις ίδιες παραδόσεις, στην ίδια πατρίδα, στον ιστορικό γενέθλιο τόπο της Ηλείας .Σκοπός  των ποιητών είναι η δημιουργία μιας τρυφερής ανάμνησης στον αναγνώστη που θα γεννήσει  μια πρωτόγνωρη αίσθηση οικειότητας. Όπως είπε και ο Άγγλος ρομαντικός ποιητής Τζων Κητς (John Keats), «η ποίηση πρέπει να εκπλήττει με κάποια λεπτή υπερβολή, και όχι με το ασυνήθιστο. Πρέπει να δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι είναι η έκφραση των δικών του υψηλών σκέψεων, που θα πρέπει να μοιάζουν περισσότερο με ανάμνηση.» Με τον τρόπο αυτό οφείλει να λειτουργεί αισθητικά η ποίηση, ώστε να επιτυγχάνει το επιθυμητό αποτέλεσμα στον συγκινησιακό κόσμο όλων όσοι εντρυφούν στα νοήματά της.
Αν θα έπρεπε να καταλογογραφίσει κάποιος, και να ομαδοποιήσει τα ποιήματα που υφαίνονται περίτεχνα στα περιεχόμενα της ποιητικής συλλογής που παρουσιάζουμε σήμερα, τότε θα εντυπωσιαζόταν με το εύρος και την ποικιλία των θεμάτων που συγκινούν και εμπνέουν τους ποιητές.
Ανοίγει τις πύλες της σε ένα μουσείο ελληνικότητας απ ` όπου ξεπηδούν αγάλματα, κάστρα, ναοί. Η αναδίφηση και η σμίλευση του παρελθόντος είναι ευκρινής καθώς στους τίτλους των ποιημάτων υπάρχουν νωπά ονόματα μέσ’ από τους μυθικούς  χρόνους και την ιστορία  (Αρχαία Ολυμπία, Αρχαία Σαμία, Αρχαία Ήλιδα, Αρέθουσα –Αλφειός) .
Οι ποιητές μάς ξεναγούν  αντλώντας -και όχι εξαντλώντας- σπαράγματα ιστορίας –και ιστοριών-, μνήμης, σχέσεων, συναισθημάτων, στοιχείων μιας ζωής όπως αναβλύζει στο συναπάντημα του μύθου της με το παρόν.
Στη συνέχεια μέσα από μια σειρά ελεγειακών προσωπογραφιών παρελαύνουν όλοι οι σπουδαίοι Ηλείοι που με το έργο τους λάμπρυναν τούτο τον τόπο. Τάκης Σινόπουλος, Τάκης Δόξας, Αύγουστος Καπογιάννης, Νίκος Μπελογιάννης, Γιώργης Παυλόπουλος, Ανδρέας Καρκαβίτσας.Παρελαύνουν επίσης οι Διονύσιος Σιμόπουλος, Ντίνα Σκουλαρίκου-Γεωργιάδη, Ηλίας Ανδριόπουλος. Σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι που έθρεψε η ηλειακή γη και εμπνέουν τους τρεις ποιητές
Μία άλλη παράμετρος που αξίζει να εξετασθεί εδώ είναι η φυσιολατρία που  διέπει το έργο τους, η οποία  αν και αφορμάται από τα προσωπικά βιώματά τους, είναι στην πραγματικότητα νοσταλγία και ακραιφνής ρομαντισμός που εγγράφονται ανεξίτηλα μέσα στην ψυχή μας.
«Στον τόπο που γεννήθηκα / φυτρώνει ο δυόσμος και η μέντα» γράφει η  Καλλιόπη
« Με ένα κρινάκι του γιαλού στο χέρι της / τον κύρη της η κόρη θα προσμένει» γράφει η Φωτεινή
«Τα ρόδα ανθούν , μύριες αισθήσεις / πάνω σου γέρνει η άνοιξη» γράφει ο Τάκης
Η συλλογή αποτελείται από  μικρά ποιήματα στα οποία εντοπίζουμε μια ιστορία-μήνυμα, μια σκηνική διάρθρωση, μια ιδεοπλαστική εικόνα, μια εικόνα που εκφράζει μια ιδέα. Η «λαογραφία» των εικόνων είναι οι ρίζες, οι ακατάλυτοι δεσμοί με το παρελθόν.
Προβαίνουν σε μια αναμόχλευση της μνήμης τους για να θυμηθούν ποια πράγματα συγκρότησαν την ταυτότητά τους. Είναι η ζεστασιά και η υπέροχη θαλπωρή που απέπνεε ο χώρος που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Σε αυτό το ψηφιδωτό των αναμνήσεων ζωντανεύουν  τόποι και άνθρωποι.
 Οι τόποι που περπάτησαν παιδιά και χαράχτηκαν στις ψυχές τους, στη ψυχή όλων μας.  Ο πευκόφυτος Γρύλλος , η πέτρινη κυρά Ανδρίτσαινα, η Καζάρμα του Καιάφα, η λίμνη της Αγουλινίτσας, το Χλεμούτσι, το Δρυοδάσος της Φολόης.
Οι εικόνες των ανθρώπων που γνώρισαν και σημάδεψαν τη ζωή τους αλλά δυστυχώς  ξεθώριασαν στο πέρασμα του χρόνου και έγιναν πια μουσειακό υλικό στα μάτια των νεώτερων γενιών .

Ξεχωρίζει η φιγούρα της μάνας των χωραφιών
                                                            με το φακιόλι του ιδρώτα
                                                          με τα ροζιασμένα χέρια στη μέση
                                                          να αγναντεύει τον κύρη της    
                                                   στον πηγαιμό για της φαμίλιας της το προσφάι

Αγέρωχα στέκει στο χωράφι του μόχθου ο ζευγάς που ετοίμαζε τη σπορά το μήνα Οκτώβρη 

Και εγώ μες την αχλύ της θύμησης
                                                      τον ήρωα της γης μου αγνάντευα
                                                           τον πατέρα που μ` ανάστησε
                                                          με της χειροβολιάς τον θέρο

Εκεί στην άνυδρη πια Αγουλινίτσα ξαναζωντανεύουν οι διβαράδες της μπούκας στο κυνήγι του χελιού
                                                πελαγωτά ως το λαιμό ο γητευτής της μπούκας
                                                μάχεται ως το λαιμό με μια χούφτα συντρόφους

                               Ηχούν τα τραγούδια των παιδιών  στις θημωνιές  κατακαλόκαιρο
                                                   στραφτάλιζαν του θέρου τα δρεπάνια,
                                               το χέρι μας ευλαβικά αγκάλιασε τα στάχυα

                                          Ξεκουράζεται στο αλώνι  η πριγκίπισσα σταφίδα
                                                           κάματο απαίτησες, παιδεύτηκα μαζί σου
                                
                                            Θροΐζουν  τα φυλλώματα στον κάμπο των ελαιών                     
                                                             Θεϊκή μοσχοβολιά απλώθηκε τριγύρω
                                                                της ελιάς πλημμύρισε τ` ασήμι  

Ξυπνούν τα όνειρα που ταξίδεψαν μαζί με το Μουτζούρη, όταν σίγησε για πάντα

                                                        οι χορταριασμένες γραμμές
                                                       του τρένου που σίγησε πια
                                                                    απάτητοι οι πέτρινοι σταθμοί
                                                             βουβή του κυρ Θύμιου η σφυρίχτρα
                                                                    σάπιες μηχανές ,έρμαια βαγόνια

Βαραίνει την ψυχή, η θύμηση του ολέθρου της πύρινης λαίλαπας

                                                                       με το μαύρο της φτέρωμα
                                                                  σωριάστηκε απ` τον πόνο η νύχτα
                                                                       τους κόπους της σπατάλεψε
                                                                       θερίζοντας αμείλικτα την ελπίδα

Μια αληθινή δεξαμενή συναισθημάτων προβάλλει μέσα από την παρούσα ποιητική συλλογή. Η  νοσταλγία, η αγάπη, η απώλεια, η ελπίδα,  αναδύονται μέσα από τα ποιήματα που μας καταθέτουν οι τρεις δημιουργοί.
Η γραφή τους είναι απλή, κατανοητή  και αποτυπώνει την πηγαία, καθάρια έμπνευσή τους, ενώ το ύφος  τους είναι λιτό και μεστό με αποτέλεσμα να αγγίζει τις καρδιές και το μυαλό όλων μας. Χωρίς περίτεχνες εκφράσεις  καταφέρνουν να μας δείξουν τον πλούσιο συναισθηματικό τους κόσμο και μας επιτρέπουν να αφουγκραστούμε τον ήχο των ευαίσθητων κεραιών της ψυχής τους.
Η αγάπη για το τόπο τους γέννησε αυτό  το ιδιαίτερο και ξεχωριστό επίτευγμα της ποιητικής  συν-ποίησης , η βαθύτατη ανάγκη να αναδείξουν το μνημειακό, λαογραφικό και φυσικό πλούτο της Ηλείας. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι. Γιατί αξίζει τούτος ο τόπος να αγαπηθεί από τα παιδιά του  με την κληρονομιά που αφήνει ως μια μύηση για ένα καινούργιο μέλλον.
Θα κλείσω με μια συρραφή στίχων και των τριών ποιητών που αποτυπώνουν αυτή την αγάπη τους για την Ηλεία, την αγάπη που έγινε η Μούσα τους και γέννησε την «Ηλείασι»

Πού τη ψυχή να παραδώσω
Πού να βρω τόπο ανάδοχο
Μακριά από σε, Ηλεία μου  

     
Τον κόσμο σου εμόνιασες, ιδέες νέες φέρνεις
Θεοί σε ερωτεύονται, πολιτισμού γεννήτρα


Αδάμαστη και πανέμορφη Ηλεία
Μας έχεις χαράξει για πάντα.


Σας ευχαριστώ.
Πύργος, Συνεδριακό Κέντρο, 30/3/2019

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΑΜΩΜΑ


Σ' αντάμωσα στερνά στο ξόδι σου
εκεί που ο Άη Γιώργης σου ΄στησε
πικρό το μοιρολόγι.
Κι ήταν Απρίλη τέσσερις
που άνοιξε η γης την αγκαλιά της
πρόωρα να σε καλοσωρίσει
κι ήταν πρωί που διάβηκες γενναία
την Πύλη την πλατιά της Αλησμόνας.
Δυο γλάροι στάθηκαν την κονταυγή
σιμά στο σπιτικό σου
ο πάλευκος στης κόρης σου το μέτωπο
έσερνε γλυκό φιλί της μάνας
να το κρεμάσει φυλαχτό της
κι ο πορφυρός, της βγνωμοσύνης δάκρυ
συντροφικά το βήμα έφεξε
στο διάσελο του άντρα σου του στυλοβάτη
π' ασάλευτος σαν πέτρα σού 'στεκε
από καιρό στου πόνου το κρεβάτι.
Κι εσύ, της καλοσύνεψης Αναστασία
που χόρευες με τα φτερά τ' ανέμου
άνεμος γίνηκες και πέταξες
με τον βοριά ξοπίσω σου
τα σωθικά μας ν' αγριοδέρνει.
                                                         Στην Αναστασία που...
9/4/2019