Translate

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥΣΑ ΠΟΛΥΤΡΟΠOΣ (ΚΡΙΤΙΚΗ)


Ως ταξιάρχης και ταξιδευτής του χρόνου και της μνήμης, διεισδύει στο φαινόμενο "Γυναίκα", το "φωτογραφίζει", το ανιχνεύει, το παρατηρεί, το ενστερνίζεται και το αποκωδικοποιεί, ο δημιουργός Γιώργης ΤάΚη Δόξας, στην ποιητική συλλογή του: " η ΓΥΝΑΙΚΑ: Παράδεισος ή Κόλαση", εκδόσεις "ΟΣΤΡΙΑ", Αθήνα 2015.

Από τα σωθικά της μητέρας του μέχρι το οριστικό και ασφαλές καταφύγιο της γυναίκας του, από τη ζωοφόρο αφετηρία του μέχρι τον τελικό σταθμό, αυτή η πολυτάραχη διαδρομή, εμπεριέχει μια πολυπλόκαμη περιήγηση για σπουδή και εντρύφηση στο γυναικείο πλουραλιστικό ανθορόισμα και κορφοκόπημα, μας εκμυστηρεύεται ο δημιουργός στο λιτό απολογητικό του προλόγισμα. Ένα βιβλίο συγνώμης και λύτρωσης ίσως και ένας επώδυνος ποιητικός τοκετός, μια αγωνιώδης πλεύση συγχώρεσης και ειλικρινούς μεταμέλειας.


Ο Γιώργης Δόξας, με την αναπνοή της ανάμνησης, ζωγραφίζει με πεζόμορφους στίχους το πορτρέτο της γυναικείας φύσης με τους άπειρους ρόλους της. Μάρτυρας, ο ίδιος, οι φίλοι του και η ζωή. Αφουγκράζεται, παρατηρεί, αισθάνεται, καταγράφει,  άλλοτε με εξομολογητικό ύφος, άλλοτε με υμνητικό και λυτρωτικό και άλλοτε με σαρκαστική διάθεση, την πολύτροπη γυναίκα στην προσωπική και κοινωνική διαδρομή της. Μια ψυχογραφία, μια επισκόπηση της γυναικείας υπόστασης, δοσμένης καθαρά, υποκειμενικά με ρεαλιστικό, με άκρως λιτό και εποπτικό ύφος και σε καθομιλούμενη γλώσσα. Μια μελέτη της εύφορης γυνακείας δράσης, των δυσοίωνων στρεβλών επιλογών της -αναγκαίων ή μη- αλλά και των εύσημων βηματισμών της. 


Απευθύνεται στη γυναίκα στη σελ. 103: " Προσπαθώ να σε ψηλαφήσω / (όποια και να ΄σαι και όπου και να ΄σαι). / Στα καπηλειά / στα φτηνά ξενοδοχεία / στο περιποιημένο διαμέρισμα / στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου..."


Μια γενναία, ευκρινής στάση,  αντρίκιας απολογητικής αξιολόγησης, μια στερνή προσέγγιση με τη φωτογραφική μνήμη να εστιάζει στον γυναικείο ψυχισμό, το ποιητικό τούτο απαύγασμα του Γιώργη Δόξα. Λες και, όσα ζει το πορτρέτο, που ποιητικά σκιαγραφείται, τα ζει και ο ίδιος ως υποστασιακό προβληματισμό του. Λειτουργεί δηλαδή διττά, ως πανεπόπτης θεατής και ως ήρωας παράλληλα, ως αυτόπτης μάρτυρας και ως πάσχων πρωταγωνιστής. Η στόφα του ανθρώπου σε όλες της τις εκφάνσεις τον συγκινεί, πόσο μάλλον όταν έχει να κάνει με τον γυναικείο κόσμο. Ξεναγός, μύστης, λάτρης ή ναυγός άραγε;
 

Στη σελ. 109 εξομολογείται: "Στο αδιάκοπο Πέλαγος / της Ζωής / άκουσα ακούσματα από Σειρήνες / άλλοτε 'δω κι άλλοτε 'κει. / Κι εντόπισα και τις Γοργόνες / που μου τραγουδούσαν άσματα / αγγελικά ή σατανικά. / Και το πέλαγος είτε σκοτεινό είτε γαλάζιο / δεν μ' άφηνε να διαλέξω. / Κι ήμουνα και ΄δω και 'κει / σταθερά και μόνιμα / με το πανί της ψυχής μου..."

Η Γυναίκα, Κόλαση ή Παράδεισος, θα αναρωτηθεί στον εύστοχο τίτλο του βιβλίου ο δημιουργός. Στο βιβλίο με τις σύντομες αφηγήσεις ποιητικής μορφής, αναμετράται η γυναίκα με το υπαρξιακό της άλγος, κυρίαρχη ή κομπάρσος στην κόλασή της και στους παραδείσους της. Ο εύληπτος στίχος του πονήματος κινείται στο ανθρωποκεντρικό πεδίο. Η γυναίκα, ούσα χαλκέντερη, δρα, πάσχει, αναγεννάται, αντιστέκεται, ρέει εύσπλαχνα, καταρρέει, αναστρέφεται, επιτελεί και αποτελεί ζωή. Ταξιδευτής ο ίδιος ο δημιουργός και στα καλέσματα των Σειρήνων και στα ακούσματα της Γοργόνας, έμπλεος εμπειριών, ευαισθησίας και εσωτερικών διεργασιών, συνδιαλέγεται, μέσα από τα πεπραγμένα, με τον έρωτα και την αγάπη χωρίς να τα καταγράφει με ρητορικές κορόνες, μόνο με προσωπικές επισημάνσεις και διαπιστώσεις με ευρύτερη ισχύ. Η στάση του υποκειμένου αιωρείται πάνω από τους στίχους, στίχοι εξωστρεφείς, εικονοποιημένοι, στίχοι με θεατρικότητα. 


Η προσωπική φωνή του δημιουργού, σε αρκετά σημεία, μέσω της γυναικείας αρμύρας και του πόνου, στρέφεται προς τα έσω, καταδύεται στο βαθύ του "είναι", ανακαλύπτεται ξανά και επιστρέφει έξωθεν καυτηριάζοντας την αλλοτριωμένη σύγχρονη πραγματικότητα. Από τον προσωπικό του γυναικωνίτη ανασύρει σπαραγμένες εικόνες αλλά και εικόνες ύψους και ήθους. Οι ηρωίδες του δρουν σε χρόνο και χώρο παρελθοντικό και μέσα από την εικονοπλαστική εκφορά του λόγου κωπηλατούν, θύματα και θύτες, Μαντόνες και αδέκαστες ερωμένες.

Στη σελ. 25 γράφει: "Ακριβώς / γωνία Βασ. Σοφίας και Τσόχα... / Ήταν εκεί / μόνη στην κινητικότητα της Αθήνας / Λευκά μαλλιά/ καθαρό πρόσωπο και ΜΟΝΗ. / Μας έτεινε τα χέρια / Μιλούσε άλλη γλώσσα / Μας κοιτούσε στα μάτια. / Ήταν ολομόναχη και χωρίς το μυαλό της..."


Μέσα από ολιγόστιχα ποιήματα ή καλύτερα μικρές διηγηματικές ιστορίες θα έλεγα, εκφράζεται ο δημιουργός με πολλά στοιχεία προφορικότητας -όπως τη συχνή χρήση ερωτήσεων και στοιχείων στίξης- για τη γυναίκα, την πλατυτέρα των ουρανών, την αγία, για τη γυναίκα υψικάμινο και λαμπυρίζουσα, για την άπληστη, τη μωροφιλόδοξη αλλά και τη γυναίκα την ταπεινή, της χοϊκότητας, της προσμονής, της πλησμονής και της λύτρωσης. Υμνεί τη γυναίκα στους πολλαπλούς της ρόλους. Εξαίρει τους αγέρωχους παλμούς στη φλέβα της αγωνίστριας, καθαγιάζει το γυναικείο δοκάρι του σπιτικού και της φαμίλιας, συντάσσεται με τη γυναίκα της ανωνυμίας, της καθημερινής ασημαντότητας, την ανυψώνει σε γυναίκα σύμβολο, σημαντική και άσπιλη μέσα από την γνήσια, αφτιασίδωτη απλοϊκότητά της. 


Διαβάζουμε στη σελ.29: "Ακριβώς στις 12.15' (καθημερινά) / στα σκαλοπάτια της Πολυκατοικίας / περίπου για δυο ώρες / και μετά "χανόταν"./ Δεν άπλωνε ποτέ το χέρι της. / "Άπλωνε" τα δυο γαλανά μάτια της / μάτια πόνου θλίψης ευγενούς παράκλησης / για ένα ή δύο -ασήμαντα για Μας - ευρώ..."


Σε πολλά ποιήματα ενδημούν τα στοιχεία της στέρησης, της απόρριψης και της ματαίωσης του ονείρου. Πάλλεται ο νους και η σάρκα μπρος στη γυναίκα "ερωτικό διαβάτη", σταθερή στη μοναξιά της κάθε ματωμένη νύχτα στο δρομολόγιο Ευρυπίδου-Αθηνάς, σταθερή στη μοναξιά της μέχρι και την τελευταία πράξη της ζωής της, τον παγωμένο θάνατο. Οι ενδόμυχες γυναικείες φωνές πότε γίνονται μαλαματένιοι δρόμοι και πότε χλεύη του χρόνου. Η γυναίκα, πότε δοξαστικό ρακί και πότε μετέωρο δάκρυ, πότε κορμάκι γιασεμί και πότε ο αργαλειός της θλίψης. Πότε αλγεινός έρωτας και πότε ύπατη ή ύστατη αγάπη μα πάντοτε παρούσα στο ποιητικό προσκήνιο του Γιώργη Δόξα.


Η μητέρα του Ειρήνη, με της υπομονής και της ειρήνης το χάρισμα, δεσπόζει στο κάδρο της αφοσίωσης και της δοτικότητας μέσα από τη γραφή, του αντικειμενικά -όσο είναι εφικτό- διακείμενου δημιουργού. Αλλά και η δασκάλα του, η Κόμη, και η κυρία Βάσω η εκπαιδευτικός της προσφοράς και της έμπρακτης αγάπης, δαμάζουν τα συναισθηματικά θραύσματα και του πιο ανάλγητου ανθρώπου και καταξιώνονται μεταγενέστερα μέσα από την πένα και την εξομολόγηση του μαθητή τους, που επιστρέφει εγκάρδια και ανθρώπινα, ευγνώμων για να ανταποδώσει και να μεταλαμπαδεύσει τις δωροθεσίες τους.


Γυναίκες ηρωίδες επιτελούν το χρέος τους απέναντι στη ζωή, στέκονται στις επάλξεις της ευθύνης απέναντι στην πατρίδα τους, στα παιδιά τους. Αγωνίστριες για την επιβίωση, αγέρωχες για τις ιδέες τους, γυναίκες μαχήτριες που θαλασσοδέρνονται σπαραξικάρδια στο κρεβάτι του πόνου, άλλες παραδομένες στα δύσβατα μονοπάτια του αγοραίου έρωτα, "κούκλες βιτρίνας", γυναίκες της ήττας και της παραίτησης, γυναίκες της μοναξιάς, της άγιας μοναχικότητας, της υπέρβασης. Η Γυναίκα του εθελοντισμού, της ανυστερόβουλης αγάπης, η "Λεβέντρα Γυναίκα", η πιστή και οσία συνοδοιπόρος στο πλευρό του ανήμπορου συντρόφου της.


Γράφει για τη Θεανώ Καπογιάννη, αγωνίστρια από τον Πύργο: "Η Δικαιοσύνη ενδεδυμένη στα μαύρα κοστούμια, / με το άσπρο πουκάμισο και τη μπλε γραβάτα των Κυρίων Δικαστών: "Ενεργό Μέλος του Κομμονιστικού Κόμματος / δεκαέξι χρόνια Κάθειρξη". / Η Θεανώ μόλις βγήκε από τη φυλακή φρόντιζε / στα επόμενα λίγα χρόνια της ζωής της / να μην πατήσει ούτε μυρμήγκι." 


Μια θάλασσα γυναίκα, με τα μπουρίνια και τη βάλσαμο νημεμία της, ετούτη η ποιητική καταγραφή. Κινείται και απορρέει από την πραγματικότητα και την προσωπική ευαισθησία του γράφοντα. Μια θαρραλέα αντίσταση η φωνή του δημιουργού απέναντι στις φαλλοκρατικές αντιλήψεις που κατά καιρούς βρίσκουν το φως της έκφρασης. Επίσης
η γυναίκα παρουσιάζεται σε διαλεκτική σχέση, εκτός από τον αλλότριο εαυτό της, και με το αντρικό φύλο που άλλοτε την προσδιορίζει, άλλοτε το προσδιορίζει και άλλοτε από μόνη της αυτοπροσδιορίζεται. Γράφει με πεζολογικό ύφος και τεράστια βιωμένη γνώση, παρακολουθώντας τις μεταπτώσεις και τις αναταράξεις της δίκοπης γυναικείας πραγματικότητας. Η γυναίκα στη γραφή ετούτη γίνεται πότε ψωμί γλυκό και πότε της μνήμης λειτουργόσπερνο, πότε ποθητή Νύμφη και πότε καημός της Περσεφόνης. Η απογραφή της απώλειας κρύβει τον οίστρο της ζωής, η ασχήμια της αλήθειας μέσα από την καταβύθισή της  κυοφορεί την σταθερή θερμοκρασία της γυναικείας ύπαρξης. 

Αν, λέω, αν η ζωή είναι γυναίκα, τούτο επιβεβαιώνεται με τον πιο αδιαπραγμάτευτο τρόπο μέσα από την εξομολογητική και ανιχνευτική πένα του Γιώργη Δόξα. Η ζωή της γυναίκας στο βιβλίο ετούτο, είναι τα γκρεμοτσακισμένα καράβια, είναι τα απάνεμα λιμάνια αλλά και τα υπόγεια ορυχεία και τα απάτητα κορφοβούνια, τα απρόσιτα και τα δυσανάγνωστα. Είναι εκείνο "το πολύτιμο φωτογραφικό κειμήλιο" που παρέλαβε ο Γιώργης Δόξας από τον αδελφικό του φίλο όταν τον "αποχαιρέτησε". 


Γράφει στη σελ. 65: "Το πολύτιμο φωτογραφικό κειμήλιο / το παρέλαβα δυο μήνες μετά το θάνατό του. / Ήταν γραμμένο στη διαθήκη του με μια αφιέρωση: / "Γιώργη, τις αγάπησα Όλες, μα τις φοβήθηκα!"


Κόλαση ή Παράδεισος η Γυναίκα, συνεχίζει να αναρωτιέται ο δημιουργός και καταλήγει: Η μάνα, η ερωμένη, η αγωνίστρια, η γιαγιά, η σύντροφος, η εργαζόμενη, η φιλόδοξη, η αγοραία πόρνη, ο έρωτας, η αγάπη, η θεοσεβής μοναχή, η αυταπάρνηση, η προδοσία, ο προορισμός, η ζωή εν τέλει, είναι η Γυναίκα!


Κλείνοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, είμαι πλέον πεπεισμένη, πως στο δισάκι του ο Γιώργης ΤάΚη Δόξας κουβαλά την τρισύλλαβη προσευχή: τη Γυναίκα. Εκείνη την ασημοκαπνισμένη κρήνη, που πότε με το συναξάρι της αγίας και πότε με το τροπάρι της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής, υπερπηδώντας τις ατραπούς της Κόλασης, οδεύει προς τον επίγειο Παράδεισο και τον ξοδεύει αφειδώλευτα και ζωοφόρα γύρω της.
 

Αθήνα 4/6/2019
Καλλιόπη Δημητροπούλου

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΠΛΕΥΣΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ" ΤΗΣ ΕΡΙΕΤΤΗΣ ΜΠΟΡΝΑΝ



Ποιητική συλλογή "ΠΛΕΥΣΗ ΣΩΤΗΡΙΑΣ", εκδόσεις "Βεργίνα"

Kυρίες και κύριοι

Θα μου επιτρέψετε να αρχίσω την αφήγησή μου σαν παραμύθι. Μια φορά κι έναν καιρό η Εριέττη Μπορνάν, ήρθε, ως Ναϊάδα, να ταράξει τα νερά της ποίησης. Ήρθε ως Κρηναία Νύμφη με τις περδικόστηθες λέξεις, με την ενδόμυχη λάβα της, ως συνοδός του Διονυσιακού στίχου, σε πυρωμένο αργαλειό, να υφάνει τη γραφή της.  Ήρθε με το Εκκλησιαστικό της συλλείτουργο, να καρποδέσει το ρασοφόρο αισθαντικό πνεύμα, να κορφοκοπήσει τον πνευματικό της ενδόκοσμο, διατηρώντας τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ σωματογραφίας και ψυχογραφίας.Ήρθε ως γενεσιουργός μήτρα να γλυκοψελλίσει τους χρησμούς της.
                                                                            
Μια φορά κι έναν καιρό, η Εριέττη της έμψυχης ποίησης, άρχισε να μπαινοβγαίνει στο ομηρικό κείμενο για να συνδέσει τα απώτερα σύμβολα με τα σύγχρονα, να ερμηνεύσει το πέρασμα των Σειρήνων ως λειμώνα του πόνου, ως λιβάδι του μικρού και του μεγάλου θανάτου, ως απόγειο του "μικρού ερωτικού" και να διαπιστώσει πως ο Όμηρος στάθηκε οδηγός ακριβός για τη δική της ασφαλή πλοήγηση στο τρικυμιώδες θαλασσινό ταξίδι της ζωής. Το θεμέλιο της δικής της αλήθειας και της ομορφιάς θα το μελετήσει στον Όμηρο, να κινείται σε όλο το μήκος και πλάτος της ανθρώπινης καρδιάς και θα το μεταλαμπαδεύσει σε εμάς με εκείνες τις λέξεις που όπως λέει "αφήνουν τον καύσο της μέντας/στο θόλο του ουρανίσκου". Πνευματικά και λογοτεχνικά θα την διαποτίσει ο πλέον θαυμαστός ποιητής του πολιτισμού μας, που πηγάζει από μια εποχή αφτιασίδωτης δράσης με τις πραγματικότητες του κόσμου. Έτσι μέσα από τις εμπειρίες της ζωής, η ποιήτρια θα υφάνει στους στίχους της τον πόνο και την οδύνη με τον θρίαμβο και τις γενναίες στιγμές. 
Γράφει στη σελ. 54:"Το εκτελεστικό/ μοιράζει χάπια της χαράς/ και μετά/ σε θέση ετοιμότητας πάλι./ Σε κάθε διάλειμμα/ σηκώνουμε/ μισόκλειστα μάτια/στον Ουρανό". 

Η έμπνευσή της, έμφορτη από οικείες λυρικές καταβολές αντανακλά την πλήρη ωρίμανση της στιχουργικής μορφής με την  πλήρη επίγνωση του ενστίκτου και των προσωπικών αναζητήσεων. Ο αεικίνητος μικρόκοσμος της Εριέττης Μπορνάν δονείται από την δυναμική του αφαιρετικού στίχου που δυιλίζει τη φόρμα του και ακολουθεί το δρόμο της εκλεκτικής ελευθερίας του χωρίς ίχνος φιλαυτίας. Στο ποίημα με τον τίτλο Υπομονή υπέροχα γράφει: "Σ' εσέ ξομολογιέμαι σιαμαία μου./Στήθος με στήθος/βγήκαμε στο φως... Ενάρμονα τρεκλά βαδίσαμε/στα δυο καρβέλι ψωμοφάγαμε/αργές μπουκιές γλυκοσαλίσαμε/σε κορφοβούνι άπαρτη σημαία στήσαμε". 

Η ποίησή της κινείται πέρα από την ατομική οπτική στο συλλογικό πλαίσιο. Στη θεματολογική της περιπλάνηση, όσα την άγγιξαν, όσα τη μάτωσαν, κυρίως όμως όσα τη λύτρωσαν, αισθητικοποιούνται με την ιδιαιτερότητα της Ομηρικής της επιρροής, του Καζαντζακικού εναγκαλισμού και την ζωτικότητα της διαύγειας της σκέψης της.  Γλώσσα μεγαλοπρεπής, της μετουσίωσης, γοργή, ευκίνητη, εύπλαστη. Ο λόγος της μεγαλειώδης, ευθυτενής, με πλούσιες Βιβλικές αναφορές, άλλοτε δοξαστικός και κατανυκτικός, άλλοτε ελεγειακός και άλλοτε έκρυθμος, ασυμβίβαστος και λέφτερος. Η Σάρα, η Ρεβέκκα, η εν πολλαίς αμαρτίαις, ο κήπος της Εδέμ, το μάννα, τα ξαφτέρουγα , ο ων ο ην και ο Ερχόμενος, το φιλί του Ιούδα, οι Άγιοι Πάντες, το χερουβικό, η Νύμφη Ανύμφευτη, ο Ευαγγελισμός, η κρυαδερή φάτνη και άλλα ακόμα Βιβλικά σύμβολα μπαίνουν στο ποιητικό σκηνικό της Εριέττης Μπορνάν. 
Η αλήθεια, που διατρέχει όλη τη συλλογή, διδαχή σεμνή, αξιοπρεπής και απέριττη αλλά βροντώδης, με πύρρεια παρρησία. Η ποιήτρια νοσταλγεί, ματώνει, καυτηριάζεται, αυτοκρίνεται. Η τεχνική αρτιότητα της λεκτικής εικόνας μεταφέρει τραγωδιακή αντίληψη που οδηγεί από το προσωπείο στο πρόσωπο, από το άλγος στη λύτρωση, από την περιορισμένη βούληση στην ύψιστη ιδεατή διάσταση. Έχω την πεποίθηση, πως σε τούτη την ποιητική συλλογή η Εριέττη Μπορνάν μάς συστήνεται με την προσωπική της ανασυγκρότηση. Ποίηση σκεπτόμενη, πυράκανθος και πυροστιά. Με δυο ζευγάρια  μάτια ως "Μυρσίνη Δοξαστική" θηλυκώνει την αναπνοή της με τον γητευτή στίχο της ποίησης κι η ποίησή της υψώνεται "ενάνθρωπος Θεός". Λειτουργεί περισσότερο δραστικά παρά μοιρολατρικά. Καταγράφει τα θέματά της με μνημειώδη επίγνωση και πληρότητα. 
Η Αγάπη με τη Διονυσιακή της μέθη, με τα ιμερόεντα στήθια δεν αντιμετωπίζεται ως στοιχείο μυστηρίου ή κάλλους αλλά ως μια αναβρυστική πηγή, ως κρήνη  όλων των ζωτικών δυνάμεων του ανθρώπου. 
Διαβάζουμε στη σελ. 124: "Τίποτα για μας δεν ήταν κρίμα/Όλα μαγιόκρινα / Κρίνα... ο λυκοφαής Ευαγγελισμός/του κρινοφόρου Πρωτοστάτη / Κρίνα οι κορυβαντισμοί που μάγκωσαν τα 
κρινόχειλα / Κρίνα...τα φιλιά που ξεχείμασαν στο κρινολαίμι..."                                                                  

Ναι αγαπητή Εριέττη, "όλα πήγαν κρίνα", όλα καρυκευμένα, εύοσμα και εύγευστα, σε ετούτη την ποιητική σου "Πλεύση σωτηρίας". Όλα μαντήλι καντιοπικραμύγδαλο όσα λυγμικά μας απάγγειλες. Εύχομαι με πολλά κρινόστιχα να γεύεσαι, πολλές ακόμα σωτήριες πλεύσεις στην ποιητική σου διαδρομή.

Καλλιόπη Δημητροπούλου                                                    
Αθήνα 5/4/2019 Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών