«Τον ποιητή, τον ποιητή
φωνάξτε»
καλούσε το σώμα
σαν έφτασε η ώρα του
γης και κουρνιαχτός να γενεί.
«Μα γιατί, μα γιατί»
ρωτούσαν οι αδαείς τριγύρω.
«Μα ο ποιητής κι ο θάνατος
τα ίδια σπαθιά βαστούνε»
αποκρίθηκε εκείνο
ακροβατώντας
στο σύνορο ορατού και αοράτου.
Αλήθεια
με την ελάσσονα φωνή ο στίχος
και το σινάφι του σε μείζονα ο θάνατος
για τη ζωή στο άπειρο φρουμάζουν.
Κι ύστερα παρέδωσε τα κλειδιά
σε άλλο σώμα
σε άλλον στίχο
και διάβηκε την Προποντίδα του
μ' ένα κομμάτι φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου