Translate

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

ΟΜΙΛΙΑ .ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΤΗΣ ΜΟΥΣΑΣ ΕΠΙΚΛΗΣΗ"


Η ομιλία του κ. Κώστα Καρούσου, προέδρου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, κεντρικού ομιλητή στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Της Μούσας Επίκληση»
«Της Μούσας Επίκληση»
Της Καλλιόπης Ι. Δημητροπούλου
Ποίηση, εκδ. Βεργίνα, Αθήνα 2017
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες και φίλοι
Η ποιήτρια, γνώστρια της αισθητικής πλατύτητας που εκφέρει και έχει ο λόγος της ποίησης, όταν δονείται από λέξεις που κατευοδώνουν τη ζωή και τον άνθρωπο, της όποιας ανάτασης, θαρρείς ότι ενυπάρχει αποκρυπτόμενη και αναδυόμενη στο φως της συναισθηματικής και ψυχικής έξαρσης της ποιήτριας και ταυτόχρονα διασπάται σε μύριες ηχητικές και λεκτικές αναλαμπές, που αισθητικά εξαγνίζουν και αποκαθαίρουν αυτή την ομορφιά, της πνευματικής πανδαισίας που χαρίζουν.
Δεν είναι πολλά τα βιβλία, που έχουν αυτή την παλλόμενη ομορφιά της αισθαντικότητας και της αυθεντικότητας, και βεβαίως δεν είναι μόνο το χαρισματικό λουλούδι της έμπνευσης, αλλά το χρόνιο και διαφυλλασσόμενο αποτέλεσμα της τριβής, με το ποιητικό αντικείμενο. Η λέξη και το ποίημα γαλβανήθηκαν κατ’ επανάληψη στην κονίστρα της ζωής και επαναλειτούργησαν στις μυλόπετρες της ζωής, και επαναδιατάχτηκαν –ως ποίημα πλέον– στο ποιητικό κείμενο. Η επεξεργασία, της καλύτερης –κάθε φορά– και πιστότερης, ψυχικής απόδοσης εννοιών, ήχων και ιδεών, γίνεται –κάποτε για τον δημιουργό– ένας λεξικίνητος τρόπος (μιας παντοδύναμης υπομονής φορέας) που ανατρέπει τα καθιερωμένα σταθμά κρίσης και αισθητικής αξιολόγησης του κειμένου και ανεβάζει περισσότερο στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι –όπως εδώ– την αξιοπιστία και τη λυτρωτική, λυρική δωρεά του στον αναγνώστη, γιατί ακριβώς ο στίχος παίρνει όλο το ζύγι και το βάρος της κοινωνικότητας και της αμεσότητας του χώρου και του περιβάλλοντος που δρα ο λογοτέχνης. Ως άτομο που διδάσκει και επικοινωνεί καθημερινά με αδιαμόρφωτους χαρακτήρες νιότης, είχε και έχει την ικανότητα και της αντίστασης και της αξιολόγησης του λόγου.
Αφουγκράζεται –η ποιήτρια– όλο το μοσχολίβανο της ποίησης του καιρού μας, κι αυτό ζωντανεύει, φυσικά στο ποίημα, τον ποιητικό λόγο, κοινωνικοποιημένο και μουσικο-θεατρο-ποιημένο, κατά πώς η ζωή το λάξευσε και το κέντησε στην αρμονία της ψυχής και του πνεύματος της δημιουργού. Έσκυψε η ποιήτρια με κοινωνικό στοχασμό και αναζήτησε τις καλύτερες διεξόδους αξιολόγησης των ανθρώπων και της ποίησης σήμερα.
Η χρήση του υπερρεαλισμού, με στοιχεία υπερβατικότητας και συναισθηματικής ροής, είναι το κατ’ εξοχήν προσεγγίσιμο στοιχείο της ποίησής της. Εδώ ο υπερρεαλισμός υπηρετεί το κοινωνικό πεδίο και είναι –εν πολλοίς– το αντίβαρο στην αφαιρετικότητα του στίχου. Η δυναμική του απορρέει από την εννοιογενετική δύναμη της λέξης, από την εξαιρετική και εκθεσιακή παρουσίαση της φύσης, από την καταγγελτική (χωρίς διδακτισμό) στάθμη, της ανυπεράσπιστης πραγματικότητας των πολλών, και πως λυρικά, ιδιότυπα, στοχαστικά και προσεγμένα την αποκωδικοποιεί. Η ποιητική φόρμα και το ύφος, βοηθάει και τονώνει το ηθικό στοιχείο και την αμοιβαιότητα. Ας κάνουμε μια σύντομη επιλογή στίχων.
«Ο ραψωδός χρόνος, στης σοφίας το λίκνο // τη λάμψη υμνεί //
με εγκώμιο ηλιόλουστης γνώσης // Ήλιος θεός τα μάτια μου λούζει // με ασημόφυλλο κλάδο ελιάς πλέκω στεφάνι».
«Οι φωνές των πολέμων // ματώνουν τις αρτηρίες του κόσμου //
…σπονδή σοφίας και γνώσης // η ηχώ της σμίλης του ωραίου //
…Οι παλιές λέξεις που κρατήσαμε // …δονούν τους καθρέφτες στον ύπνο μας».
Η ποιότητα, η υψηλή στάθμη της ποιητικής έκφρασης, η νοηματική ευρηματικότητα, η ομαλή διαδοχή των εικόνων, το μουσικό στοιχείο της εσωτερικότητας, η καλοδιατυπωμένη λεκτική της πρωτοτυπία κλπ. προσδίδουν μιαν ιδιάζουσα γοητεία θελκτικής – ποιητικής ατμόσφαιρας, που σε καθηλώνει ακόμη περισσότερο, η ευρύτητα της χρήσης της γλώσσας και ο συνεχόμενος και γλυκύς και ποικιλόσχημος ποιητικός οίστρος του βιβλίου. Εδώ η ποίηση ανηφορίζει με καλπάζουσα –συχνά-πυκνά– ιδεόσχημη και πολύστροφη την εννοιογενετική της ετυμολογία και ανασύνθεση των εκφραστικών της μέσων.
Ας δούμε, επιλεκτικά, σκόρπιους στίχους της ποιήτριας και τον λυρικό – προσωπικό προσανατολισμό της.
«Κάθε πρωί βουτούσαμε τον κουβά στο πηγάδι
και ανεβάζαμε καπνισμένες πέτρες» (σελ. 86)
«Στο στήθος ασπίδα κρατώ // της Κυριακής ενάλιες ανάσες
νοιώθω, τρυγώ // το απύθμενο της ραστώνης το φως» (σελ. 84)
«Το αντίδωρο χρειάζομαι // της ΝΙΟΤΗΣ… // ευλαβικά το προσμένω
για ν’ ανοίξω διάπλατα // το παραθύρι της ζωής μου
το αντίδωρο χρειάζομαι // της ΕΙΡΗΝΗΣ» (σελ. 82)
«Το ωραιότερο ποίημα το κρατώ για σένα
μυρωδικό που φύτρωσε σε ηλιόπετρες ανάσες» (σελ. 81)
Παρατηρούμε ένα περιφερόμενο συναίσθημα, που όμως προσγειώνεται πάντοτε στον άνθρωπο και πίσω από την κοινωνική διαπίστωση που αφορά τη ΝΙΟΤΗ και την ΕΙΡΗΝΗ. Πίσω από τη διαπίστωση του άδειου κουβά, που ανασύρουμε –κάποτε– στη ζωή μας, και πίσω από «το ωραιότερο ποίημα» που ο καθένας προσφέρει ή μπορεί να προσφέρει, υπάρχει το αντίδωρο της ανάσας που «φύτρωσε» στο καμίνι της γνώσης, της εμπειρίας, της αδιάκοπης προσμονής, της διάπλατης παιδείας, της αναστάσιμης άνοιξης, της κοπιαστικής επιβίωσης, στις θαλερές και αλκυονίδες μέρες της ζωής, στο λαχτάρισμα της δημιουργίας που δημιούργησαν και γεννήθηκαν «σε ηλιόπετρες ανάσες». Γνωρίζει, πως ανασαίνουμε τη ζωή ευρισκόμενοι πάνω στην πέτρα (της βιοτής) που πυρώνουν οι ανακολουθίες και τ’ απρόσμενα –κάποτε– γεγονότα.
Στοιχεία, λοιπόν (της ποίησης – εδώ), που προσυπογράφουν το εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα της δημιουργίας, είναι το ολοζωής γενναίο σφυροκόπημα του λόγου, πάνω στις αμείλικτες συμπληγάδες της καθημερινότητας, τότε σίγουρα «το ωραιότερο ποίημα» γίνεται το άσπιλο πλεούμενο της ψυχής, που ευωδιάζει και μυρώνει το στίχο. Γράφει η ποιήτρια:
«Με μια χούφτα ήλιο καρφωμένο στο στέρνο
η θάλασσα ανεβάζει τα νησιά της στα ύψη...//
Αλήθεια πώς δροσερεύουν οι ψυχές;»
Το ελληνικό στοιχείο του φωτός, της θάλασσας, της πύρας, της βλάστησης, των κυμάτων κ.λπ. γίνεται το απαλό σιγοτραγούδισμα – σα «μαϊστράλι ατίθασο» σ’ όλο το εύρος της ποιητικής κατάθεσης. Η ποιήτρια βρίσκεται, θαρρείς, σ’ ένα μόνιμο ανέμισμα οίστρου, σφριγηλότητας, αναρίγησης και δροσερεμένης ποιητικής αύρας, που τροφοδοτεί αενάως τη λεκτική ωραιότητα του στίχου, τη λυτρωτική φορά του στίχου, την ανθίζουσα και συμπαντική του ανασεμιά, την εικαστική του ακροβασία και την εικονική αντανάκλαση της ζωής. Γράφει:
«Κρατάμε στον κόρφο χρόνια και χρόνια
τη μέντα και λευκό μπουγαρίνι // του νου τ’ αστραπόβροντο
…για να μυρίσουμε τα λόγια των Αρχαγγέλων φίλων
…κανένα πιότερο αγαθό δεν μας έλαχε».
Λίγες φορές –ως τώρα– εκλεκτοί φίλοι, συνάντησα τέτοια ποικιλία ποιητικής και λυρικής ανθοφορίας, σε μια σπατάλη άνυδρης ποίησης που ξεπηδάει στις μέρες μας. Και θεωρώ άνυδρη την ποίηση εκείνη που τριγυρνά μόνο στην αποκλειστική υποκειμενικότητα του δημιουργού, έξω –εν πολλοίς– από την κοινωνική και πνευματική αποστολή της τέχνης του λόγου και της ποίησης φυσικά. Αυτή την αστρόσκονη της καθημερινότητας, που κατακάθεται μέσα μας η ποιήτρια την έκανε στίχο φωτεινό, καρτερικό, γλυκόπιοτο και ανθεκτικό στη ζωή. Γράφει (σελ. 68):
«Μ’ ένα κλωνάρι στεναγμό στο βλέμμα
σταθήκαμε σιμά στων λογισμών την κρύπτη
με το χαμόγελο που σφίγγαμε στα χείλια
κι αναφωνούσαμε στις έγνοιες // …μέσα στου χάους το αντάριασμα
της μήτριας ελπίδας τη γόνιμη ρωγμή».
Η Ελλάδα, κι ό,τι περικλείει, μ’ όλες τις πηγές της ζωής, τις κυκλώπειες και ιστορικές αλήθειες που αναβρύζει διαχρονικά γίνεται στην ποίηση της Λίτσας Δημητροπούλου ένα πανερωτικό λίκνισμα ιδεών και ποιητικής ευφορίας ταξίδι. Στην ποίησή της υπάρχει μια τάση ασυμβίβαστης προοπτικής σε θέματα ήθους και αξιοπρέπειας και στα θέματα της ελευθερίας και της αποταμιευμένης πολιτιστικής μας και ιστορικής μας παράδοσης. Θέλει το άτομο, όχι μόνο συνοδοιπόρο αλλά και πνευματικό ανιχνευτή, με το ρόλο του κοινωνικού δημιουργού, της πνευματικής αφύπνισης στη νόηση, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στην πρακτική διάσωση και συνέχιση της τεράστιας κληρονομιάς μας. Γράφει:
«Φόρεσα το πράσινο της ελιάς // σ’ ακροπόλεις και κάστρα ανάμεσα
ν’ αγκαλιάσω ανθρώπους // …την ελπίδα της νίκης ζώστηκα
και ύψωσα λάβαρο τη ζωή χαρισάμενη
στις χαράδρες μοναχή μια χρυσή ανεμώνη
ψάλλει την ειρήνη επί γης. // Ο χτύπος της καρδιάς, ρολόι που
ανασαίνει, νιώθει // διψάει για Παρθενώνες».
Η ποιήτρια Καλλιόπη Δημητροπούλου πασχίζει να δώσει –και το καταφέρνει άμεσα και αποτελεσματικά– καθοριστική πορεία και στην ανάγνωση και στην προσήλωση του στίχου, ακόμη μουσική και ροϊκή πολυσημασία και έκταση γενικότερα στο ποίημα. Εδώ η ποίηση δεν είναι μια απλή διαδικαστική αποτύπωση και διατύπωση της όποιας εμπνευστικής της κατάθεσης, αλλά μια πολλαπλή συνολικότητα κραδασμών της ψυχής της, που θεωρώ πραγματική ευλογία τον τρόπο της ποιητικής της εξέλιξης και λυρικής της ευρύτητας. Ως φιλόλογος και ως ποιήτρια, δρα ταυτόχρονα, και η ουσία της ποιητικής σύνθεσης γίνεται ο σφυρήλατος λίθος αυτών των αξιών που κομίζει το ποίημα και το έργο της.
Αίθουσα Αντώνη Τρίτση
Αθήνα 11.2.2017
Κώστας Καρούσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου