Translate

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Β. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΗΛΕίασις"


«ΗΛΕΙΑΣΙΣ: Ανθρώπων φως και φίλιωμα την Ηλειακή γη»

«Ηλείασις» –αλλά και «Ηλειάκεια»– ο τίτλος της ζωοποιού έμπνευσης ποιητικής συν-ποίησης των τριών Ηλείων δημιουργών, η οποία αναδεικνύει την έκπαγλη και διαρκή νεότητα της ηλειακής ψυχής, μέσα από αναπάντεχες εκρήξεις μνήμης, συσσωρευμένες εντάσεις και φωνές, άλλοτε ιαχέςκι άλλοτε τιτιβίσματα και παιχνιδίσματα φωτός. Εδώ έχουμε να κάνουμε, διαπιστωμένα, με συγγενείς ποιητικές ιδιοσυγκρασίες, με κοινές καταβολές και ρίζες που η γραφή τους αποπνέει έναν διάχυτο ερωτικό παγανισμό, όπου όλη η θεϊκή Ηλεία, εκλαμβάνεται ως δοτικό ερωτικό σώμα. Η μεγάλη μας ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, στον πρόλογο του πονήματος αυτού, γι’ αυτή τη «Σύζευξη ποιητικής εσοδείας», εκφράζεται επαινετικά. Ολιγόλογο προλόγισμα διεσταλμένης έσω πνοής, λόγος εμπύρετος και ταυτόχρονα βυθοσκοπικός.
Την «Ηλείαση» προσωπικά, την ανέγνωσα ως ΟΛΟΝ ΠΟΙΗΜΑ. Λες γραμμένο από έναν και μόνο δημιουργό. Εδώ μέσα, όλα γιορταστικά. Όλα της πανηγύρεως. Φτερωτάανήσυχα μπράτσα, συναγμένα για θυσία και αξεδίψαστο αντιλάλημα στην Άμιλλα, στην Ευμένεια και στην Ανθρώπινη Τιμή, στο βωμό της Ολυμπίας, για σπονδή στον ευμορφέα ολυμπιακό ύμνο της Ειρήνης. Φίλοι ποιητές, ντύσατε την Ηλεία Καρυάτιδα. Μια επιπλέον στην αδιασάλευτη μαρμάρινη παρουσία τους στο Ερεχθείο της Αρμονίας. Μας τιμάτε ακόμα, με μια ποίηση που διαφοροποιείται από τα γνωστά (οικεία πλέον… δυστυχώς…) σχήματα ποιητικής φόρμας, δομής κ.λπ. που περιβάλλονται από την βαρετή αχλύ της αοριστίας, ηχείο ενός κόσμου εσώτερου δυσνόητης νοηματικής αλχημείας και γλώσσας στεγνής και αδιάφορης. Ποίηση ηχήεσσα. Όλα γραμμένα με την νοσταλγία της αλαφροπάτητης ηλειακής γης, εξ αυτοψίας αντιληπτής απ’ τον αναγνώστη με τα δάχτυλα της ψυχής. Ποίηση επιχρωματισμένη απ’ τις ανταύγειες της Ελιάς και της Σταφύλου, σ’ ένα όργιο κίνησης, ήχων, ρυθμών και παροξυσμών που αντιστικτικά τη διαδέχεται η θεϊκή γαλήνη του Ιόνιου πελάου και το θρόισμα του θαλασσοπόρου μαΐστρου το οποίο φιλεί τον περίκομψο Τριπυλώνα της Ολυμπίας: Άμιλλα, Κάλλος και Πνεύμα.
Η σημερινή μου ομιλία έχει μια πρωτοτυπία. Θα είναι ένας διάλογος καρδιάς με κάθε έναν από τους τρεις ποιητές. Το: «Ξέρεις, Νίκο!…», μια φράση – εναρκτήριο κάλεσμα της ποιήτριας ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ στον «ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ» (Νίκο Μπελογιάννη) στο ποίημά της – «φόρο τιμής» στον Αμαλιαδαίο αγωνιστή, μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση. Μου πρόσφερε τη δυνατότητα να επικοινωνήσω με τους εξαίρετους Ηλείους δημιουργούς με αυτή τη φράση-κλειδί, θεωρώντας την ως άγγισμα ανεμοφτέρουγο και ευφραντικό, μιας συνάντησης ανεπανάληπτης με το ποιητικό τους σώμα. Αποτείνομαι, λοιπόν, στην πρώτη ποιήτρια της συλλογής, λέγοντας:
«–Ξέρεις, Καλλιόπη… θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο μίλησες στην Ηλειακή γη σου. Τα κατάφερες, απ’ τις κορφές των στίχων σου με τη γαλήνια πληρότητα του Αθλητή ή του Κριτή του Ολυμπιακού Αγώνα, με την ψυχή σου πάντα να προπορεύεται, ως ανθός μυριστικός και να μεταμορφώνεται σε κότινο τιμημένο για το νικητή. Αισθάνθηκα πως κρυφάκουγα τα ποιήματά σου πριν τα γράψεις, ερωτευμένος κι εγώ μ’ αυτή τη Γη που εισχώρησε στα φυλλώματα της Συλλογής. Μια συνάντηση η οποία με συγκίνησε ιδιαίτερα, μια κι ο φωτοχαρής λόγος σου με οδήγησε ξανά στην Ηλεία ως σπονδή επαναλαμβανόμενη στο κάλλος και στην αρμονία που ακόμα ανατέλλει, ενός τόπου του οποίου η εγρηγορούσα ιστορική μνήμη παραμένει ζωντανή, εκπέμποντας στον κόσμο το θεραπευτικό της φως. Ποίηση επικολυρική, αλλά με ταυτόχρονη πύκνωση του λόγου η οποία γίνεται μελωδικό τραγούδι, ηλιοχαρές πάντα, ποτέ πενθήμον λόγος.
Λόγος ξεκάθαρα εξωστρεφής και θορυβώδης στην ανάφλεξη της Λέξης, από φλέβες ονείρου κι απ’ το κέντρο της αθωότητας περασμένο, το ανοιχτό, φωτεινό σκηνικό της έμπνευσής σου. Ακόμα, με δέος κι ευθύνη αλχημίζοντας το σκότος σε φως ζωής, διευθετείς το εκκαμινευμένο υλικό της μνήμης των άσπιλων χρόνων της γενέθλιας γης που αφορά πρόσωπα και γεγονότα και μας το παρουσιάζεις πυρωμένο σίδερο. Και γλώσσα; Μα ποια άλλη από εκείνη των ελληνικών της Ωραιότητας, τα οποία προσφέρουν κάτι το αρίφνητο, τον εκ θεού ευλογημένο τρόπο της ανύψωσης ενός υπερνού. Του Ελληνικού. Του γόνιμου κλήρου, του ελληνικού κόσμου «εν προόδω», το οποίο είναι και το ζητούμενο στην ακρωτηριασμένη Ελλάδα του σήμερα.
»–Ξέρεις, Καλλιόπη… Ένιωσα τη ρίμα σου να ταξιδεύει σα ματιά βασιλεμένη πάνω απ’ τα εννιάκορφα μακροβούνια της Ηλείας, αλλά και πάνω απ’ τη βαθύκολπη μήτρα της Ολυμπίας και μήτρα της πανανθρώπινης Ειρήνης. Την είδα, επίσης, να αναμετρά στα βιαστικά τους αθλητές, ζώντας το νόημά της βαθιά, με την αίσθηση του πενταπλού ρυθμού, στο έξοχό σου ποίημα ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ: «Στο μεγαλείο του κάλλους
νοτίζει της Αρέθουσας το ηλιόχρωμο πέπλο,
δακρύζει του Αλφειού η κοιλάδα.
Τον κότινο της νίκης κρατώ.
Σιωπώ. Θάλλω.
Στο αρχέτυπο ίαμα κλίνω το γόνυ».
Όλα τα ποιήματα, της λιόχυμης γλώσσας, παρμένα από την Ελληνική Μυθολογία, την Ιστορία και τη Λαογραφία, λειτουργούν ως ένα ανεπανάληπτο πενταφτέρουγο εγκώμιο ελληνικής ψυχής:
«Σε ποιον κάμπο της Ήλιδας
να φυτέψω τη γλώσσα του Ομήρου;
Πού να σεργανίσω της σποράς σου
το άπειρο σόδεμα;
Αδάμαστη και πανέμορφη Ηλεία,
μας έχεις χαράξει για πάντα».

Στον μοναδικό σου σε ομορφιά «ΚΑΪΑΦΑ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ», «τα παιδικά (σου) κύμβαλα πυρβάλουν πίσω στο χρόνο (όταν) τρέφει έναν ίλιγγο ετούτη η γη με τα πανάκριβα ραφτικά της». Ως παιδί γυρίζεις στη γη των γονικών σου για να πεις «…στην άρπα ετούτης της γης γεννήθηκαν τα θεία γονικά μου. Στην ηχώ της εκούρσεψα το «νό-στιμον ήμαρ» μου.
»Ξέρεις Καλλιόπη… πολυτάλαντος και ακάματος νους, ιερουργός σε χώρο θείο και ξενιστή, με την ευαγγελιζόμενη χαρά της γνωριμίας με τον κόσμο, στέκεται ο δικός σου νους, σε τούτο το γύραθε σεργιάνι. Και πού δεν ταξιδεύει; Φτάνει στην «πέτρινη κυρά» μήτρα θεών και ανθρώπων, την Ανδρίτσαινα, σ’ αυτήν που «αποκοιμήθηκε στο δρόμο της η Ιστορία». Αυτή η οποία «μαζώνει του ήλιου το φως στου πετρολίθαρου το μπόι», όπως λες… Στην «ΚΑΖΑΡΜΑ ΤΟΥ ΚΑΪΑΦΑ» και «στων στοχασμών σου το λειμώνα, το Ιόνιο πέλαο», μέρες φθινοπωρινές της Σποράς, του Αγιοδημητριού, στη λάκα της Μουντρίτσας, στο Γρύλλο. Αλλά θα σταθώ και στα πρόσωπα, τα οποία φωτίζεις και αγλαΐζεις με ανείπωτη ευφροσύνη, πρόσωπα Ηλείων Δημιουργών του χθες και του σήμερα, ιστορικών προσώπων, πολιτικών κ.ά. με οδηγητικές τους αρχές τη συνείδηση της ελληνικότητας και την αισθητική παγχρωμία που αποκαλύπτει έναν εσώτερο πολιτισμό, εκείνον της καλλιέργειας της ψυχής (caltura animi) κατά Κικέρωνα. Τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο από την Αγουλινίτσα, τον θρεμμένο από τρία ποτάμια και δοξασμένο με τον «Νεκρόδειπνο». Αυτό, που όπως λέει, «με τ’ αλάτι και το ψωμί του πολέμου τάισε όλα του τα ποιήματα». Τον ειρηνευτή και «συνοδοιπόρο στο χνάρι του δίκιου» ποιητή της Δόξας, Τάκη Δόξα. Την αισθαντική και πολυβραβευμένη ποιήτρια Ντίνα Σκουλαρίκου-Γεωργιάδου και σύζυγό μου, την οποία προσκαλείς «λάμνουσα να ’ρθεί φορώντας το μαγνάδι του ήλιου, τις μέρες τις ευκολοφόρετες σιμά στην εκκλησιά της Άγιας Κυριακής στο Επαρχείο, εκεί που αρμόζουν οι φθόγγοι και λύριο το τραγούδι γεννιέται». Φόρος τιμής στην ποιήτρια, που κατά την συνάδελφό της στην Τράπεζα της Ελλάδας κάποτε, τη μεγάλη μας Κική Δημουλά, «ο στίχος της φιλί είναι που αναβλύζει τη θερμοκρασία της βυζαντινής εικόνας».
Στον εκδότη της θρυλικής «ΑΥΓΗΣ» Αύγ. Καπογιάννη, του Πύργου το γιο, του αλίμενου νου και της λεύτερης δημοκρατικής σκέψης, στην οποία με τιμή στέκεσαι: «Αρχάγγελος στο στέρνο του τυπογραφείου με την κοντυλογραμμένη σοδειά του ν’ ανασαίνει, στους γραφειάδες χτύπους της καρδιάς του, της εφημερίδας του».
Στον Δ. Σιμόπουλο, τον λαμπρό επιστήμονα αστροφυσικό, στον «Γιο του Γρύλλου και τ’ ουρανού».
Αλλά και για τον «κατερχόμενο από τον Ενιπέα νυμφοποτισμένο μουσικοσυνθέτη Ηλία Ανδριόπουλο, που «ποιεί μουσικά μνημεία», μέλος ασύγκριτο και ηχηρό ως νάμα ψυχής εποίησες. Όσο για το πιο τραγικό πρόσωπο της πινακοθήκης σου, τον «Άνθρωπο με το Γαρύφαλλο», τον Αμαλιαδαίο Ν. Μπελογιάννη, τι να πούμε; Οφειλέτης, στάθηκε, για τους καημούς των άλλων, όλου του κόσμου, με την τόλμη του μπροστάρη που βάζει απ’ όλα πάνω, το Χρέος. Δυσεύρετο είδος ανθρώπων σήμερα που πριονίζονται όλες οι αξίες από τα ανθρώπινα τρωκτικά και τη θέση τους παίρνουν άλλες με γυάλινα πόδια.

«–Ξέρεις Φωτεινή… Ηλιόφωτη ώρα ευτύχησες να καταθέσεις τον όμορφο τίμιο στίχο σου, αυτόν που τον εμπνέουν οι καλλιπλόκαμες να αναερούσες Μούσες της ηλειακής γης και του αείποτε νέου ανθρώπου της. Κάλλιστος θήρα του ωραίου και θεϊκό συναπάντημα με το «αείδιον» φως του σπερματικού λόγου, έλαχε σ’ εσέ η έμπνευση της Μούσας σου, για την πατρώα, μητρίδα γη σου. Και τιμή στην Ελληνομνημοσύνη και στη Λαϊκή παράδοση που παραμένουν σήμερα ορφανές λες, σ’ έναν κόσμο χωρίς μνήμη και συνείδηση της ταυτότητάς του. Στέκομαι στον ανθρωποκεντρισμό της διανόησής σου, ο οποίος γίνεται ορμητικός ποιητικός λόγος, νοσταλγός συνεορταστής μετά θεών και ανθρώπων στους αρχαίους βωμούς. Στέκομαι, ακόμα, στην Αγάπη σου για εκείνους τους απόγονους τους αγλαούς της Ηλείας, που «πρώτη τους έτυχε πνοή στη διάχυτη του ήλιου της αχτίδα», όπως λες στο πανωραίο ποίημά σου «Ηλείασις», μια συμποσιακή συμμετοχή στο τραπέζι του Ωραίου με το θεό της ευγονίας, που κάρπισμα ανασεμιάς καινούργιας, σ’ αυτή τη γη απιθώνει. Μας προτείνεις το «Ηλειακό αεί γίγνεσθαι» ως μόνιμη στάση ζωής, ένα πλησίασμα του κόσμου ετούτου, δηλαδή, το οποίο πάντα πρέπει να γίνεται με την ευαίσθητη κεραία της ένσαρκης φύσης, αυτής που θεωρεί και αποθεώνει ποιητικά τον κόσμο γύρω.
»–Ξέρεις, Φωτεινή της ερωτευμένης καρδιάς… χαρτογραφείς με τη διπλή όραση ψυχής το λεπτοφανές σώμα της Ηλειομνημοσύνης, ευκτήριο οίκο ομορφιάς και μαγείας, αλλά και δυναμογόνο αχτίδα οδηγό ζωής. Έναν οίκο που έχτισε η αγωνία και η θέληση της πλατιάς αναπνοής της έμπνευσης του Ηλείου Ανθρώπου στο πέρασμα των αιώνων, με πνεύμα, ήχο, μάρμαρο, πηλό, μέλος και στίχο και που εσύ, ως ευλαβής συναξαριστής, συνέλλεξες και αποθησαύρισες. Στο αείφωτο το ηλειακό, προσκύνημα επιχειρείς στη Φύση την αχτιδοβόλα της μάνας γης σου, μάνας όλων μας τελικά, με μια ένταση λόγου που αναμοχλεύει και χοχλακιάζει τους ρυθμούς και τους χυμούς της. Μήτρα και λαγόνα φωτερή αυτή η γη που τραγουδάς, αυτή η οποία μες στην ευμένεια των θεών της, εξαίσια παιδιά εκάρπισεν.
Η «ΑΡΧΑΙΑ ΣΑΜΙΑ» σου βγάζει καημό. Οράς την ξεθωριασμένη της αίγλη απ’ της Ακρόπολής της την πιο ψηλή κορφή, σε «ανάτασης περιήγηση, ολκής φωτογραφία και γόνιμη μνεία», της Αρέθουσας και του Αλφειού τα μυθικά πρόσωπα τα θεογέννητα ξαναστήνεις. Ζωντανεύεις το μύθο «χαράσσοντας ανάστροφη γραμμή στη διαδρομή», όπως λες, θέλοντας την ακατάδεχτη κι ανέραστη ακόμα κυνηγό, την ποθοπλάνταχτη να αποζητά, να βρίσκει και τελικά να ενώνεται με τον πλουτοδότη μυθικό ποταμό.
»–Ξέρεις, Φωτεινή… μια ποιητική συντομογραφία ψυχής η ποίησή σου. Σκόρπια ψίχουλα. Άγιος άρτος. Πνευματικοί σφυγμοί στη χρυσωμένη κιβωτό του αρτιωμένου λόγου. Επιτεύξεις ποιητικές με αδιάλειπτο οίστρο γραμμένες και με τη χαμηλόφωνη γλώσσα της εξομολόγησης. Την ευτυχία της ζωής γύρω περιγράφουν, την έγκλειστη νοσταλγία απελευθερώνουν στις ψυχές με παραστατική δύναμη. Στέκομαι με ευλάβεια στο ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΔΕΝΔΡΙ (σελ. 45).
Πολύτιμα πετράδια – ψηφίδες σ’ αυτή τη γέφυρα στοργής, επικοινωνίας, αγάπης, συγκίνησης της πείρας αυτό που έστησες μπροστά μας, το Ηλειακό Σύμπαν δηλ., όπου τόσα αγαπημένα θυμητικά χώρεσαν!                                                                                                                                                     
Τόσες και τόσες προσωπογραφίες της ψυχής των ανθρώπων μας πρόσφερες. Αντί-δωρο του άγιου άρτου της ελληνικότητας. Στο αγροτόπι. Στις θημωνιές. Στον τρύγο. Στα τραχιά ανηφόρια. Στις ξέφραγες αυλές. Εκεί που η ηλειακή ψυχή δροσερεύει τα καλωσορίσματα. Οι «Χορταριασμένες Γραμμές», οι ηλιοδιαδρομές με τα πολλά ειδύλλια που πλέχτηκαν στης αγάπης τα βαγόνια, διαβάλλεται ως ανοιχτό παραθύρι στο θρυμματισμένο χθες που αρνείται να πεθάνει και να μείνει «γλυκεία νοσταλγική ανάμνησις». Μου θύμισε το βιβλίο «Το Χρονικό της μικρής μας πόλης» (Πύργος – Κατάκολο με τον Κωλοσούρτη) του αείμνηστου Γιώργου Μιχ. Σκουλαρίκου. Περπατημένος ο Γιώργος, ασμένως στου θέρους το πρωτάστραμμα, επιβάτης στο τρενάκι των εννιά κι ερωτευμένος! Εξαιρετικό, τέλος, το ποίημα «ΣΥΝΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΣΟΥ», γραμμένο με την Ηλείο σημαντικό ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο.
«–Ξέρεις, Τάκη Κούρβα… «Οφειλέτης» κι εσύ ποιητής σ’ ένα παρελθόν που ακόμα λάμπει και γόνιμο εστί, αυτό της τρισένδοξης ιστορίας του Γένους και της Ελληνο-μνημοσύνης και ως ποιητής «ενεργός βίος ψυχής» σε αυτή σου την κατάθεση εδώ, ευαγγελίζεσαι την πνευματική ενότητα, εγρήγορση και ανανέωση του «αιώνιου κύρους» της ελληνικότητας. Καταθέτεις σε αυτή την «ποιητική εσοδεία» των τριών Ηλείων δημιουργών το «ευαγγελισθέν» φως της Ολυμπίας, μ’ ένα στίχο που κραυγάζει θαρραλέα την Αλήθεια και την ομορφιά αυτής της πατρίδας, νοσταλγός και υμνητής μαζί, ενός αξεπέραστου αρχαίου μεγαλείου. Ορθός λόγος, της πρώτης γραμμής, με τα θούρια της Ελπίδας και την κλαγγή της ανάτασης. Μια «εκδρομή» στην Ηλεία της Καρδιάς που δεν τελειώνει, η ποίησή σου, με αποθησαυρισμένη ηλειακή ενέργεια περισσή για τους μακρείς χειμώνες του κόσμου ετούτου, οδηγητική για τον άνθρωπο των ανήσυχων σήμερα καιρών, του ισχνού πάθους και της εκδημίας του νου, από τις αιώνιες, διαχρονικές ανθρώπινες αξίες που μητρίδα, πατρίδα τους έχουν την Ελλάδα.
Ως ποιητής των ανοιχτών οριζόντων, υπηρετείς και υπερασπίζεσαι «παντί σθένει» το μέγα αισθητικό γεγονός της ελληνικότητας, που έχει με το μέρος της όλους τους αιώνες της ανθρώπινης δημιουργίας, διαλεγόμενος μαζί της νοσταλγικά, κάπου στο μεταίχμιο ύπνου και εγρήγορσης, όπου οι οπτασίες και τα μηνύματα από το παρελθόν, έρχονται και επανέρχονται στο πορφύρωμα της ανατολής. Η εκδρομή που μας προτείνεις στο Ηλειακό φωτερό σύμπαν καλόδεχτη. Σε ακολουθούμε ψαύοντας το ανά χείρας σώμα της γραφής σου, που ’χει την κλεψύδρα των σελίδων του αξόδευτη, με οδηγό εσένα πότε με το δισάκι του σποριά και πότε με το τράστο του αργάτη στα αγροτόπια, στα λιοχώραφα της «Καλλίστου Ηλείας». Εκεί που μας προσφέρεις το ίαμα στηθοσκοπώντας το μωλωπισμένο κορμί της από τα δεινά τα οποία της προσφέρει η «πρόοδος» και ο νέος «πολιτισμός» του σήμερα, αυτός που δεν λιγοστεύει, δυστυχώς, τη μοναξιά μας και δεν μας απογειώνει. Προσκύνημα η εκδρομή που μας προτείνεις Τάκη Κούρβα, στην Ολυμπία, τα ιερά, στου αιγληγέτη Δία την ατείχιστη πόλη με «ξεθηκαρωμένα τα όπλα της Αρετής», όπως τα θες, αγαπητέ μου ποιητή, μέσα στην «ξελογιάστρα καλλονή του τοπίου», στις πλαγιές του Κρόνιου Λόφου. Κι από κει, θείο ταξίδι και κόνιασμα στην Αρχαία Ήλιδα και στα «άυλα τείχη της τα βαριά», διάβα του αγωνιστή άλκιμου παλαιστή ή δρομέα που το μήνυμα της πανανθρώπινης Ειρήνης μεταφέρει, θώρι από εκεί κι αγνάντιο στα Λέτρινα, στης Σκαφιδιάς το λιμάνι, αζευγάρωτοι πηγαίνουμε οι αρσενικοί, να τους σκλαβώσουνε λένε οι νεράιδες της Κυλλήνης. Πιο κάτω, η «Σταφιδάμπελος γη», με το «φρουτένιο της χρυσό» τον γουρμασμένο, αυτή η «Μαυρομάτα θεά» μας αναμένει κι απέναντι του «Ζάντε η ώριμη και νωπή κυρά, που το ζαχαρένιο της κορμί ξαπλώνει για αφυδάτωση, στου έρωτα των αλωνιών τη θέρμη», μεστή στη γεύση. Κι ύστερα, ανέβασμα στο κάστρο, το Χλεμούτσι της Ήλιδας, το στολίδι, «εκεί που τεργιώνει την πέτρα η αστραπή», όπως λες, «να αναχαιτίζει το κακόβουλο βλέμμα στου Μορέα τον λιμνιώνα». Η γενέθλιά σου γη και δική μας καταφυγή, αναρριγά από ήχους αιολικούς και «τοξεύει τα όνειρα» ενώ: «αθώρητο χέρι σε κρατά στο αθάνατο των αρωμάτων». Βυθίζεσαι, ποιητή, στην ένθεη φλόγα, την «πύρινη λαίλαπα» της Ολυμπίας Γης, της πετρωμένης Αρμονίας, ηδύ το μέλος της ψυχής σου υπακούει στη μύχια επιταγή της Ιστορίας που ακάλεστη νικά τον Μύθο, «κάτω απ’ του Επικούρειου Απόλλωνα το σεληνόφως». Αλλά και στο φτερωμένο σου ταξίδι στην Ολύμπια Άνοιξη, καταπόδας, σε ακολουθούμε, στη Νέδα, την κόρη του Ωκεανού πάνω «στα αμόλευτα βουνά» και στου «Ηλειακού Πηνειού» που «λημεριάζει ο νεραϊδόκοκσμος» πριν το «νιόλουστο κορμί του χυθεί στο Ιόνιο». Στο δρυόδασος της Φολόης κι αλλαχού, αλλά και στον παράδεισο της Στροφυλιάς, όπου «η ψυχή συμμαχεί μαγικά κι ο νους αιχμαλωτίζεται».
»–Ξέρεις, Τάκη… για τέλος σου φυλάξαμε «λίγα της πλώρης λόγια», «αιθερόπλοα κατάρτια» σε ανασκαμένες σελίδες, για να σου σφίξουμε το χέρι. Εκεί στη «Στάση Ανδρέας Καρκαβίτσας».
Και στους τρεις, θερμά να ευχηθούμε, πάντα τα σωθικά τους να γεμίζει ο αγέρας της Ηλείας, με λυρικά και μαγικά ρήματα κι η Γη της, ένα γύρω διανέμισμα, κάτι σαν ευτυχές ποιητικό συλλείτουργο. Νερό δροσοκελάηδι και ελιά χαμογέλιο. 

του ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ 

Ιστορικού -Λογοτέχνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου